- τυρόεις
- τῡρόεις , τυρόειςcheesymasc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
τυρόεις — εσσα, εν, και συνηρ. τ. τυροῡς, οῡσα, οῡν, Α 1. γεμάτος τυρί ή όμοιος με τυρί («ἄρτον τυρόεντα», Αθήν.) 2. το αρσ. ως ουσ. ὁ τυρόεις και τυροῡς τυρόπιτα («τυρόεντα μέγαν λευκοῑο γάλακτος», Θεόκρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < τυρός + κατάλ. όεις*] … Dictionary of Greek
τυρόεντα — τῡρόεντα , τυρόεις cheesy neut nom/voc/acc pl τῡρόεντα , τυρόεις cheesy masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
PLACENTA — an a placo, quod eâ solerent Antiqui Deos placere; an a placeo? Graece πλακόεις, an a πλὰξ, κὸς, quod in tabulam extenderetur? Certe, sicut ditiores hostiis animalium Deorum numina sibi propitia reddere satagebant, ita egenos, Placentis hâc fini… … Hofmann J. Lexicon universale
-όεις — όεσσα, όεν (Α όεις, όεσσα, όεν) παραγωγική κατάληξη πολλών επιθέτων τής οποίας αρχική μορφή θεωρείται η εις, εσσα, εν, που σχητίστηκε από ουσ. με επίθημα Fεντ (< IE * went , πρβλ. αρχ. ινδ. και αβεστ. vant : rupa vant «όμορφος» < rupa… … Dictionary of Greek
τυρός — Πεδινός οικισμός (υψόμ. 10 μ.) στην πρώην επαρχία Κυνουρίας του νομού Αρκαδίας. Είναι έδρα του ομώνυμου δήμου (57 τ. χλμ.). Ο οικισμός Τυρός. * * * ο, ΝΜΑ το τυρί νεοελλ. φρ. «μεταξύ τυρού και αχλαδιού» α) κατά το επιδόρπιο β) συνεκδ.… … Dictionary of Greek
τυροέσσης — τῡροέσσης , τυρόεις cheesy fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τυρόεσσαν — τῡρόεσσαν , τυρόεις cheesy fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)